Απόστολος Ανδρέας ο πρωτόκλητος - Ο άγιος της Καρπασίας
«Ποιος είναι, δάσκαλε, αυτός ο άνθρωπος που διδάσκει τόσο σοφά;» Ρώτησε ο ένας μαθητής τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. «Και πόσο ωραία τα λέει!» Συμπλήρωσε ο άλλος μαθητής. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής γύρισε στους δυο νέους και τους είπε: «Αυτός είναι ο αμνός του Θεού! Ακολουθήστε τον!»
Oι δυο νέοι άφησαν το δάσκαλό τους κι έτρεξαν ν' ακούσουν τον Ιησού. Δίσταζαν όμως να τον πλησιάσουν και να τον γνωρίσουν από κοντά. Ο Χριστός, που είδε μέσα στα μάτια τους να λάμπει η φλόγα της πίστης, ήρθε κοντά τους και τους ρώτησε: «Τι ζητάτε;» «Εσένα ζητούμε, Διδάσκαλε!» Απάντησε ο Ανδρέας.
«Aκολουθήστε με», είπε ο Χριστός στον Ανδρέα και τον Ιωάννη, και τα πρόσωπα των δυο νέων φωτίστηκαν από χαρά. Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση του Αποστόλου Ανδρέα και του Ευαγγελιστή Ιωάννη με τον Κύριο. Από αυτό το περιστατικό, ο Ανδρέας πήρε τον τιμητικό τίτλο του «Πρωτόκλητου», γιατί αυτόν κάλεσε πρώτο ο Χριστός, να γίνει μαθητής του. Αυτός, μάλιστα, έγινε, από την επόμενη μέρα της συνάντησής τους, και «Απόστολος», αφού κάλεσε τον αδελφό του, τον Πέτρο, ν' ακολουθήσει το δρόμο του Χριστού και να γίνει κι αυτός μαθητής του.
Aκούγοντας καθημερινά τη διδασκαλία του Ιησού και βλέποντας τα πολυάριθμα θαύματά του, ο Ανδρέας αφιερώθηκε με αφοσίωση στο δάσκαλό του και τον ακολούθησε πιστά σε κάθε του βήμα. Μετά την Πεντηκοστή, αφού οι μαθητές του Χριστού πήραν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, άρχισαν το αποστολικό τους έργο σε διάφορους τόπους, μεταφέροντας στους ανθρώπους τη διδασκαλία του Κυρίου.
Aνάμεσα στα πολλά ταξίδια του, ο Απόστολος Ανδρέας πέρασε κι από την Κύπρο. Διέσχισε όλη την Καρπασία, διδάσκοντας στους ανθρώπους το λόγο του Χριστού, προχωρώντας προς τα ανατολικά, με την ελπίδα να βρει καράβι, για να ταξιδέψει σ' άλλα μέρη και να συνεχίσει την ιερή αποστολή του.
Επιτέλους, ένα καράβι φάνηκε ν' αρμενίζει στα καταγάλανα νερά. Ερχόταν απ' τη μεριά της Σαλαμίνας και κατευθυνόταν προς τα βορειοανατολικά. Ο Απόστολος Ανδρέας χάρηκε πολύ κι άρχισε να κουνάει τα χέρια του, σημάδι πως ήθελε να τον πάρουν μαζί τους. Ο καπετάνιος, καλός άνθρωπος, τον λυπήθηκε κι έστειλε μια βάρκα με δυο ναύτες, για να τον φέρουν στο καράβι.
Aφού πάτησε στο κατάστρωμα, ευχαρίστησε τον καπετάνιο και το καράβι άνοιξε πανιά, για το μακρινό του ταξίδι. Σε λίγη ώρα φτάσανε στις «Κλείδες», κάτι μικρά ξερονήσια, που βρίσκονται στο ανατολικότερο άκρο της χερσονήσου. Εκεί ακριβώς, έπιασε μπουνάτσα και τα πανιά κρεμάστηκαν άψυχα στα κατάρτια.
Mια και τους είχε τελειώσει το νερό, ο καπετάνιος ρώτησε κι έμαθε από τον Απόστολο Ανδρέα, πως εκεί έξω υπήρχε μια πηγή. Έστειλε, λοιπόν, μια βάρκα με μερικούς ναύτες, για να γιομίσουν τα βαρέλια τους. Οι ναύτες έψαξαν πολλή ώρα, όμως δεν βρήκαν την πηγή, και γύρισαν πίσω στο καράβι άπρακτοι.
«Nα πας κι εσύ μαζί τους», είπε θυμωμένος ο καπετάνιος στον Απόστολο Ανδρέα. «Αν με κορόιδεψες, θα σε ρίξω στη θάλασσα, τροφή στα σκυλόψαρα». Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας αναγκάστηκε να κατέβει στο δαντελωτό ακρογιάλι, μαζί με τους ναύτες, για να βρει την πηγή.
Εκεί έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στο Θεό, παρακαλώντας τον να τον βοηθήσει. Και το θαύμα έγινε! Από τα βράχια ξεπήδησε κελαριστό και γάργαρο το πολυπόθητο νερό. Οι ναύτες γιόμισαν χαρούμενοι τα βαρέλια και τα φόρτωσαν στη βάρκα.
Πάνω στο καράβι, ανάμεσα στο πλήρωμα, βρισκόταν και το τυφλό παιδί του καπετάνιου. Είχε χάσει το φως του πριν μερικά χρόνια κι ο πατέρας του το 'παιρνε στα μακρινά ταξίδια του, ίσως και βρει κάπου γιατρό, να το γιατρέψει. Σαν γύρισαν, λοιπόν, στο καράβι, ο Απόστολος Ανδρέας πήρε λίγο φρέσκο, δροσερό νερό κι ένιψε το πρόσωπο του παιδιού. «Πατέρα, βλέπω! Πατέρα, βρήκα το φως μου!» Φώναξε πετώντας απ' τη χαρά του ο μικρός και χώθηκε στην αγκαλιά του σαστισμένου καπετάνιου. Πατέρας και γιος γονάτισαν μπροστά στον Απόστολο Ανδρέα και τον ευχαρίστησαν, με δάκρυα στα μάτια, για το πανάκριβο δώρο που τους πρόσφερε.
Ο Άγιος τους ευλόγησε και, μετά, μίλησε στους ναύτες και στους ταξιδιώτες για τον Χριστό. Όλοι πάνω στο καράβι, αφού είδαν το μεγάλο θαύμα κι άκουσαν τα λόγια του Αγίου, πίστεψαν και βαφτίστηκαν χριστιανοί. Στο μεταξύ ο άνεμος δυνάμωσε και το καράβι, με φουσκωμένα τα πανιά, συνέχισε το ταξίδι του.
O Απόστολος Ανδρέας γύρισε σε πολλά μέρη διδάσκοντας το θείο λόγο. Με τα πολλά του θαύματα, έφερε πολλούς ανθρώπους στο δρόμο του Χριστού. Στην Πάτρα, όμως, ο ειδωλολάτρης άρχοντας της πόλης διέταξε να τον συλλάβουν και να τον σταυρώσουν, για να σταματήσει τη δράση του. Ο Απόστολος ζήτησε να τον σταυρώσουν ανάποδα, γιατί αισθανόταν πως δεν ήταν άξιος, να πεθάνει με τον ίδιο τρόπο, όπως ο λατρευτός του Δάσκαλος.
Όταν ο καπετάνιος έμαθε για το θάνατο του Αποστόλου, μαράζωσε πολύ και περνώντας, μετά από καιρό, απ' τον τόπο όπου συνάντησε τον Άγιο, έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι, πάνω απ' την πηγή. Εκεί έβαλε με ευλάβεια και την εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα. Οι καπετάνιοι, που περνούσαν με τα καράβια τους από εκείνο το σημείο, γνωρίζοντας την ιστορία του, κατέβαιναν, γονάτιζαν ευλαβικά στο μικρό εκκλησάκι και προσεύχονταν στον Άγιο, προσφέροντάς του τα δώρα τους.
Στη θέση εκείνου του μικρού εξωκκλησιού, βρίσκεται σήμερα κτισμένος ένας μεγαλόπρεπος ναός και μοναστήρι, προς τιμή του Αποστόλου Ανδρέα. Εδώ και σαράντα ένα χρόνια, προσμένουν βουβά την άγια μέρα της λευτεριάς, για να δεχτούν τους πιστούς προσκυνητές και να γιορτάσουν, όπως κάθε χρόνο, στις 30 Νοεμβρίου, τη μνήμη του θαυματουργού Αποστόλου Ανδρέα, όπως γινόταν με λαμπρότητα παλαιότερα, ανήμερα της γιορτής του Πρωτόκλητου μαθητή του Κυρίου.
ΠΗΓΗ: http://www.cfhdf.gr/paramithi1/page1.htm